- νυχεγρεσία
- νῠχ-εγρεσία, ἡ,A = νυκτηγρεσία, AP5.263 (Paul. Sil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νυχεγρεσία — νυχεγρεσία, ἡ (Α) βλ. νυκτεγερσία … Dictionary of Greek
νυχεγρεσίης — νυχεγρεσία fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτεγερσία — η (Α νυκτεγερσία και νυκτηγρεσία και νυκτεγρεσία και νυχεγρεσία) [νυκτεγερτώ] 1. νυκτερινή έγερση προκειμένου να αντιμετωπιστεί ξαφνικός κίνδυνος, νυκτερινός συναγερμός 2. ο νυκτερινός συναγερμός που περιγράφεται στη ραψωδία Κ τής Ιλιάδος 3.… … Dictionary of Greek